- αναψυχή
- ηξεκούρασμα, ανακούφιση (σωματική και πνευματική): Πήγαν για αναψυχή το Σαββατοκύριακο σ' ένα κοντινό νησί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναψυχή — coolness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναψυχή — η (AM ἀναψυχή) [αναψύχω] 1. ανακούφιση, παρηγοριά 2. ψυχαγωγία αρχ. 1. δροσιά 2. αερισμός … Dictionary of Greek
ἀναψυχῇ — ἀναψύχω cool aor subj pass 3rd sg ἀναψυχή coolness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψύχῃ — ἀναψύ̱χῃ , ἀναψύχω cool pres subj mp 2nd sg ἀναψύ̱χῃ , ἀναψύχω cool pres ind mp 2nd sg ἀναψύ̱χῃ , ἀναψύχω cool pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψυχῆς — ἀναψυχή coolness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναψυχήν — ἀναψυχή coolness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
πάρκο — το 1. μικρό τεχνητό δάσος, άλσος, αλσύλλιο 2. μεγάλος δημόσιος κήπος που προορίζεται για περίπατο ή αναψυχή 3. μεγάλη δεντροφυτεμένη έκταση μέσα σε πόλη ή γύρω από μιαν έπαυλη ή έναν πύργο 4. μεγάλη δασώδης περιοχή που προορίζεται για αναψυχή και … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων … Dictionary of Greek